- ἐνιππομαχέω
- ἐνιππ-ομᾰχέω,A fight a cavalry action in,
ἐπιτήδειον πεδίον -ῆσαι D.H.2.13
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιτήδειον πεδίον -ῆσαι D.H.2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνιππομαχῆσαι — ἐνιππομαχέω fight a cavalry action in aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)